- νοσοῦσι
- νοσέωto be sickpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric)νοσέωto be sickpres ind act 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νοσοῦσ' — νοσοῦσα , νοσέω to be sick pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric) νοσοῦσι , νοσέω to be sick pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) νοσοῦσι , νοσέω to be sick pres ind act 3rd pl (attic epic doric) νοσοῦσαι , νοσέω to be sick… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλίς — μηλίς, ίδος, ἡ (ΑΜ, Α δωρ. τ. μαλίς) κίτρινο χρώμα, ώχρα αρχ. 1. το δέντρο μηλιά 2. φρ. «κυδώνιαι μηλίδες» οι κυδωνιές 3. ονομασία μιας ασθένειας τού όνου, πιθ. η βλέννα («οἱ δὲ ὄνοι νοσοῡσι μάλιστα νόσον μίαν, ἣν καλοῡσι μηλίδα», Αριστ.).… … Dictionary of Greek
παρακαίω — ΝΜΑ νεοελλ. θερμαίνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό («πρόσεξε μην παρακάψεις το βούτυρο») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμότητα, είμαι πολύ καυτός («σήμερα παρακαίει ο ήλιος») αρχ. 1. καίω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («πῡρ παρακαίειν τοῑς νοσοῡσι», Πλούτ.) 2.… … Dictionary of Greek
Δίφιλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Επικός ποιητής (5ος αι. π.Χ.). Έγραψε το έργο Θησηίς, από το οποίο έχουν διασωθεί μόνο αποσπάσματα. Επονομάστηκε χωλιαμβογράφος, γιατί έγραφε χωλούς ιάμβους. Τους σκωπτικούς του στίχους εναντίον του φιλόσοφου Βοΐδα… … Dictionary of Greek